μετάφαση

μετάφαση
Στάδιο της κυτταρικής διαίρεσης, κατά το οποίο σχηματίζεται η πυρηνική άτρακτος· αυτή αποτελείται από μία σειρά παράλληλων ινιδίων, τα οποία ξεκινούν από δύο αντιδιαμετρικούς πόλους. Στο στάδιο αυτό, τα χρωμοσώματα μετακινούνται προς το ισημερινό επίπεδο του κυττάρου, όπου συνδέονται –μέσω των κεντρομεριδίων τους– με τα ινίδια της ατράκτου. Βλ. λ. μίτωση.
* * *
η [φάση]
βιολ. η δεύτερη φάση τής μίτωσης, που ακολουθεί την πρόφαση και προηγείται τής ανάφασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταφασικός — ή ό βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάφαση (α. «μεταφασική ή ισημερινή πλάκα» β. «μεταφασική ή ισημερινή στεφάνη») …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

  • χρωματίδα — και χρωματίδη, η, Ν βιολ. καθένα από τα δύο αντίγραφα ενός αναδιπλασιασμένου χρωματοσώματος, τα οποία είναι ορατά κατά την πρόφαση και τη μετάφαση τής μίτωσης και τής μείωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatid < χρωματ(ο) * (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”